-
1 ὑπόνοια
A suspicion, conjecture, guess, Ar. Pax 993 (pl., anap.);τοῦ μὴ συνειληφέναι Sor.2.54
, cf. Gal.6.663; ὑπόνοιαι τῶν μελλόντων notions formed of future events, Th.5.87;ἡ ὑ. τῶν ἔργων Id.2.41
, cf. E.Ph. 1133; in bad sense,ὑπόνοιαι πλασταί D.48.39
, cf. Men.Mon. 732.2 suggestion, Phld.Mus.p.71 K.; imputation, Id.D.1.13.II the real meaning which lies at the bottom of a thing, deeper sense,τὰς ὑ. οὐκ ἐπίστανται X.Smp.3.6
; esp. covert meaning (such as is conveyed by myths and allegories),ὁ.. νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅτι τε ὑ. καὶ ὃ μή Pl.R. 378d
, cf. Plu.2.19e; opp. αἰσχρολογία, Arist.EN 1128a24; by insinuation, covertly,Plb.
28.4.5, D.H.Rh.9.1;δι' ὑπονοιῶν Alciphr.2.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόνοια
-
2 καταστοχασμος
-
3 κωφός
A blunt, dull, obtuse, opp.ὀξύς, κ. βέλος Il.11.390
, cf. E.Fr.495.27;κ. καλάμη AP12.25
(Stat.Flacc.).II metaph.,1 of sound, mute, noiseless,κύματι κωφῷ Il.14.16
; κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει is maltreating dumb, senseless earth, 24.54; τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά the other parts sounded dull, opp. to the ringing of the hollow parts when struck, Hdt.4.200: neut. pl. as Adv.,κωφὰ δὲ πόντος κεῖτο Orph.A. 1103
; ὁ κ. λιμήν, prob. the bay of Munychia, as opp. to the noisy Piraeus, X.HG2.4.31; κωφότερος ὁ ψόφος ἔσται, i.e. muffled, Aen.Tact.19; τῶν μεταλλικῶν κωφότατος [ὁ σίδηρος] rings least, Plu.2.721f;κωφοὶ ἄνεμοι D.S.3.51
.2 after Hom., of men or animals, dumb, Parm.6.7, etc.; καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω Orac. ap. Hdt.1.47; οὐ.. παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι, i.e. is not so dumb but that he will answer the blind fool who assails him, Cratin.6;κωφότερος κίχλης Eub.29
; κ. χάρις a mute gift (sc. an epitaph), Epigr.Gr. 298 ([place name] Teos); soκωφοῖς δάκρυσι IPE2.299
([place name] Panticapaeum); κ. τάφοι prob. in IG12(8).441.26; κ. προσωπεῖον mute figure on the stage, Ph.2.520, cf. Plu.2.791e;κ. πρόσωπον Cic. Att.13.19.3
; κ. καὶ ἄλογος, of a house, with no echoes, Luc.Dom. 1.b deaf, h.Merc.92, Heraclit.34.A.Th. 202, Ch. 881;λήθην κωφήν, ἄναυδον S.Fr. 670
; ὅσοι γίνονται κ. ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται Arist.HA 536b3 (hence of a deaf and dumb person, Hdt.1.34, BGU 1196.49 (i B. C.), cf. Hsch.); c.gen.,κωφὴ ἀκοῆς αἴσθησις Antiph.196.5
, cj. in Pl.Lg. 932a; κ. Ἑλλάδος φωνᾶς deaf of one's Greek ear, i.e. ignorant of Greek, Dialex.6.12;σπαράγματα κωφὰ τοῦ βεβαιοῦντος Plu.2.1108d
.c metaph.,νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει· τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά Epich.249
;κ. πέτρος Moschio
Trag.7;μαψαῦραι Call.Fr.67
;ἐρημία D.S.3.40
: neut. pl. as Adv., feebly,AP
12.125 (Mel.).3 ὄμμα κ. vacant, lack-lustre eye, Arist.Phgn. 807b23.4 of the senses in general, dull, Thphr.Sens.19 ([comp] Comp.).5 of the mind, dull, obtuse,ἐγὼ ὁ πάντα κ. S.Aj. 911
, cf. Pi.P.9.87;τὸ τῆς ψυχῆς ποιεῖν κ. Pl.Ti. 88b
: κωφοί, οἱ, 'the Dullards', title of satyr-play by Sophocles.b of things, senseless, unmeaning, obscure,κ. καὶ παλαί' ἔπη S.OT 290
;κ. διήγησις Plb.3.36.4
, cf. 5.21.4;ὑπόνοια Phld.Mus.p.71
K.;σκῶμμα Plu.2.712a
; but κ. εὐπραγίαι is prob.f.l.for κοῦφαι, D.C.38.27. Adv.- φῶς obscurely, Vett.Val.251.25: [comp] Comp. - ότερον, ἐνοχλεῖν less acutely, Phld.Vit.p.21 J. -
4 ὑπό-νοια
ὑπό-νοια, ἡ, versteckte Meinung, Verdacht, Argwohn, Vermuthung, Sinn einer Rede; ὑπόνοιαν, οἷα πείσεται ἡ πόλις Eur. Phoen. 1146; Thuc. 5, 87; ὑπόνοιαι πλασταὶ καὶ προφάσεις ἄδικοι Dem. 48, 39; öfter bei Folgdn; ἐν ὑπονοίᾳ ἦσαν χαίροντες Pol. 5, 15, 1; παρὰ ὑπόνοιαν, wider Erwarten, 1, 60, 1; εἰς ὑπόνοιαν ἔρχονται Luc. Asin. 47; ἐν ὑπονοίᾳ und καϑ' ὑπόνοιαν, allegorisch, sinnbildlich, vgl. Ruhnk. Tim. p. 200; Ggstz ἐπ' ὀνόματος, Pol. 28, 4,5; eben so δι' ὑπ ονοιῶν, Thuc. 2, 41, l. d.; so δι' ὑπονοιῶν τωϑάζειν Alciphr. 2, 4; vgl. noch ϑρασυνόμενον ἀβεβαίοις ὑπονοίαις ὑβρίζειν Plut. Sol. 28.
-
5 έξω
1. πρόθ. I με γεν.1) вне, за пределами (чего-л.);έξω της οικίας — вне дома;
2) перен. сверх, выше (чего-л.);αυτό είναι έξω των δυνατοτήτων μου — это выше моих возможностей;
II με αιτιατ.:1) — вне, за пределами (чего-л.);έξω από
έξω από το σπίτι — вне дома;
2) кроме, за исключением;έξω από λίγα αυγά δεν εμεινε τίποτε άλλο — ничего не осталось, кроме нескольких яиц;
3) подольше от (кого-чего-л.);έξω από μας ( — или από λόγου μας) — подальше бы от нас;
§ έξω τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;
έξω πάσης λογικής — против всякой логики;
γίνομαι ( — или είμαι) έξω φρενών ( — или εμαυτού) — выходить из себя, быть вне себя от злости;
είμαι έξω από κάθε υπόνοια — быть вне всякого подозрения;
τα λέω έξω από τα δόντια — говорить всё в лицо, напрямик, высказывать всё в глаза;
αυτό πιά είναι έξω από τα όρια — это уж сверх (всякой) меры; — это уж чересчур;
2. επίρρ.1) вовне, наружу;κυττάζω έξω — смотреть наружу (на улицу и т. п.);
πάμε έξω — выйдем во двор, пошли на улицу;
σκύβω έξω — высунуться наружу;
2) снаружи, вне помещения; на улице;όλη τη νύχτα μείναμε έξω — всю ночь мы были на у'лице;
μένω στο βαπόρι, δεν βγαίνω έξω — оставаться на пароходе, не сходить на берег;
3) за границей;σπουδάζω έξω — учиться за границей;
τα λεμόνια τα στέλνουν έξω — лимоны отправляют за границу;
4):από έξω — а) с наружной стороны, снаружи;
βάφω το σπίτι απ' έξω — покрасить дом снаружи; — б) наизусть, на память;
απ' έξω -άπ'έξω — а) стороной; — б) незаметно, намёками;
του τώφερε απ'έξω-απ'έξω — он ловко дал ему понять;
§ έξω - έξω на самом краю;
έξω! вон!;
έξω από δω! — вон отсюда!;
έξω φτώχεια! — с бедностью покончено!;
έξω νού! — выбрось всё из головы!; — плюнь (ты) на всё (разг);
βγάζω κάποιον έξω — прогонять, выгонять кого-л.;
ρίχνω έξω (τη βάρκα, το πλοίο) — сажать на мель (лодку, ко-
робль);τό ρίχνω έξω — пуститься в разгул;
γυρίζω τα μέσα έξω — выворачивать наизнанку;
μιά κι' έξω — разом;
απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα — погов, сверху шёлк, а в брюхе щёлк;
3. (τό) внешний вид, наружная сторона (чего-л.);§ είμαι στα μέσα και στα έξω — быть важной фигурой;
τό έξω τ' αυγού και το μέσα τής ελιάς — погов. т тебе боже, что мне не тоже;
4. επίθ, άκλ.1) прям., перен. внешний;η έξω γωνία — внешний угол;
τα έξω πράγματα ( — или η έξω κατάσταση) — внешнеполитическая ситуация;
2) живущий за рубежом, вне страны;ο έξω ελληνισμός — греки, живущие вне Греции
-
6 δέος
A , Cerc.Fr. 18 ii 4; δείους (written for δϝέεος) Il.10.376, 15.4), τό: pl., v. infr.11:—fear, alarm, χλωρὸν δέος pale fear, ib.7.479, etc.: distd. by Ammon. from φόβος, as being morelasting ([etym.] δέος.. κακοῦ ὑπόνοια, φόβος δὲ ἡ παραυτίκα πτόησις), cf. Prodic. ap. Pl.Prt. 358d;φόβος τε καὶ δ. Hdt.4.115
;τὸ δ. καὶ ὁ φ. Lys.20.8
;δέει καὶ φόβῳ D.21.124
, cf. 23.103; alsoδέος.. αἰσχύνη θ' ὁμοῦ S.Aj. 1079
; ἵνα γὰρ δ., ἔνθα καὶ αἰδώς Poet. ap. Pl.Euthphr. 12b; δ. τινός fear of a person or thing, Ar.Ach. 581;δέει τῶν Κερκυραίων μή.. Th.1.26
; τεθνᾶσι τῷ δέει τοὺς τοιούτους ἀποστόλους ( τεθνᾶσι τῷ δέει = δεδίασι) D.4.45;τρέμειν τῷ δέει τί πείσεται Alex.110.6
: c. inf.,σοὶ δ' οὐ δ. ἔστ' ἀπολέσθαι Il.12.246
: folld. by μή with subj.,οὐχὶ δ. μή σε φιλήσῃ Ar.Ec. 650
;μέγα τὸ δ. ἐγένετο μὴ.. Th.3.33
;δέος ἴσχετε μηδέν, ὅσ' αὐδῶ S.OC 223
; ἀδεὲς δ. δεδιέναι to fear where no fear is, Pl.Smp. 198a;πρὸς δέους λαβεῖν τι Plu.Flam.7
; of reverence, A.Pers. 703.II reason for fear, Il.1.515; means of inspiring fear,δ. δεινότερον Th.3.45
: rarely in pl.,δέη ἐπιπέμπει πολλὰ ὁ θεός Lys. 6.20
;δέα ποικίλα Ael.NA8.10
; alsoδέατα Hecat.364J.
(δϝεψ-ος, cf. δεινός, Skt. dve[snull ][tnull ]i 'hate'.) -
7 ἰδιωτικός
ἰδιωτικός, den Privatmann betreffend; σῖτος καὶ ἑωυτοῦ (βασιλέως) καὶ ἰδιωτικός Her. 1, 21; Ggstz von βασιλικός, Plat. Critia 117 b; εἴτε πολιτικὸν σύγγραμμα εἴτε ἰδιωτικόν Phaedr. 258 d; λόγοι Rep. VI, 492 d; Folgde; λόγοι, Privatsachen, D. Hal. de vi Dem. 56. – Kunstlos, unerfahren, unwissend, Plat. Ion 532 b Euthyd. 282 d u. Sp.; ὑπόνοια, dem συνετός entggstzt, S. Emp. adv. phys. 1, 63. – Adv., ἰδιωτικῶς ἔχειν, unerfahren sein, Plat. Crat. 394 a; aber εὖ τὸ σῶμα ἔχων καὶ μὴ ἰδιωτικῶς ἢ φαύλως Legg. VIII, 839 e bezieht sich, wie Xen. Mem. 3, 12, 1 ff., auf vernachlässigte Ausbildung des Körpers durch die gymnastischen Uebungen. Auch vom Ausdrucke, gemein, Arist. poet. 22.
-
8 τυφλός
A blind, once in Hom., Il.6.139, cf. h.Ap. 172, freq. in other writers;τυφλὸς ἐκ δεδορκότος S.OT 454
; τ. Ἄρης, Πλοῦτος, Id.Fr. 838, Theoc.10.19; τ. ὄψις, ὀφθαλμοί, E.Cyc. 697, Pl.R. 518c, etc.: c. gen., τ. τινός blind to.., X.Smp.4.12, Plu.Sol.12; but τ. τῆς προνοίας lacking vision of the future, Id.2.975c; τὰ τ. τοῦ σώματος, i. e. one's back, X.Cyr.3.3.45; καὶ τυφλῷ γε δῆλον even a blind man can see that, Pl.R. 55od; for Cratin.6, v. κωφός 11.2.2 of the limbs of the blind,τ. πούς E.Hec. 1050
, Ph. 834, etc. (cf. τυφλόπους) ; χείρ ib. 1699; [βάκτρον], τοξεύματα, Id. Ion 744, HF 199.3 metaph. of the other senses and the mind,τ. ἦτορ Pi.N.7.23
;τυφλὸς τά τ' ὦτα, τόν τε νοῦν, τά τ' ὄμματ' εἶ S.OT 371
; τὴν τέχνην ἔφυ τ. ib. 389.4 metaph.,τ. ὄλβος E.Fr. 776
;ἡ φύσις ἄνευ μαθήσεως τυφλόν Plu.2.2b
; τῇ τύχῃ.., ἣν τυφλὴν λοιδοροῦμεν ib.98a;τ. ἔδραμε πᾶσα τρόπις AP9.289
(Bass.).II of things, dark, dim, obscure, ; ;τὸ δ' ἐς αὔριον αἰεὶ τ. ἕρπει Id.Fr.593.6
(lyr.); τ. σπιλάδες blind rocks, AP7.275 (Gaet.); ;δεσμῶν τ. ἀρχαί
hidden,Plu.
Alex.18;τ. ὑπόνοια Id.2.587c
; τ. κίνημα, of revolution, Id.Galb.18.2 of passages or apertures, blind, closed, with no outlet, τοῦ ἐντέρου τυφλόν τι, of the intestinum caecum ( τὸ τυφλόν in Gal.UP4.18, al.), Arist.PA 675b7, cf. 676a5;τ. ἔντερον Ruf.
ap. Orib.7.26.25; τ. τρῆμα the foramen caecum (stylo-mastoid), Ruf.Onom. 144, Gal.UP9.10;τ. στενωποί Str.1.1.17
;τ. ὁδοί Anon.
ap. Suid.; τ. ῥύμη a blind alley, POxy. 99.9 (i A. D.); of rivers and harbours, choked with mud, Plu.Sull. 20 (v. sq.), cf. Caes.58; of the halcyon's nest, closed, tight, Id.2.983d; τυφλοὶ ὄζοι branches without buds or eyes, Thphr.HP1.8.4, cf. CP3.2.8;τ. κῦμα
dark, trackless,AP
7.400 ([place name] Serapio), 12.156; τ. μώλωψ a wound without an outlet, Plu.Aem.19; τὸ τ. ἅμμα καλούμενον the so-called unescapable knot, Gal.2.669; of a hook (cf. τυφλάγκιστρον), blunt, Orib.45.18.9.III Adv., πρὸς τὸ ὠφέλιμον τυφλῶς ἔχειν to be blind to it, Pl.Grg. 479b;τ. καὶ ἀσκέπτως Antip.Stoic. 3.256
;τ. καὶ οὐ γνωρίμως διασαφεῖ Str.9.5.21
. [[pron. full] ῠ by nature, S.OT 389, E.Hec. 1050, etc., freq. [pron. full] ῡ by position: prob. not connected with τύφω [ῡ]: perh. cf. Goth. daufs, OE. déaf 'stupid', Olr. dub 'black'.] -
9 περιφέρω
A carry round,τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾶσαν γῆν Hdt. 4.36
; carry about with one, ib.64; παῖδ' ἀγκάλαισι π. E.Or. 464, cf. Men.Sam.29; ; ὀκλαδίαν prob. in Id.Eq. 1385 :—[voice] Pass., c. acc. loci, περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ τεῖχος being carried round the wall, Hdt.1.84 : abs., Σωκράτη.. περιφερόμενον swinging about (in a basket), Pl.Ap. 19c;πίνειν.. σκύφον περιφερόμενον Arist.Pol. 1324b18
.2 move round, π. τὸν πόδα bring the foot round in mounting a horse, X.Eq.7.2 ; hand round at table, Id.Cyr. 2.2.2, al. ([voice] Act. and [voice] Pass.);τὸ βλέμμα π. εἰς τοὺς παρόντας Plu. Agis18
;π. κλήρους Id.2.737d
([voice] Pass.).b in Tactics, wheel,τοῦ συντάγματος περιενεχθέντος Ascl.Tact.10.4
, cf. Ael.Tact.25.5.c intr., turn round, (Ephesus, iii B.C.).4 carry round, publish, make known,π. τι πανταχόσε Plu.2.8o
f:—[voice] Pass., τοῦ Πιττακοῦ.. περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα was passed from mouth to mouth, Pl.Prt. 343b, cf. R. 402a, 402c, Demod. 383c;ὁ περιφερόμενος στίχος Plb.5.9.4
, etc.; of a person,περιενεχθῆναι εὐνοίᾳ καὶ θαυμασθῆναι παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις Phld.Acad.Ind.p.75
M.6 bring round in the end, determine, reduce, subject,περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας Id.Per.15
, cf. Galb.8;τὴν Ἰταλίαν π. ἐς λιμόν App.BC5.143
; εἰς συμφορὰς π. Id.Pun.86;εἰς ἀπάθειαν Plu.2.165b
, cf. 546c:—[voice] Pass.,ἐς Ῥωμαίους πάντα περιηνέχθη App.Mith.68
;τὸ σπέρμα ἐς θῆλυ περιηνέχθη Hp.Genit.6
.7 carry round or back (in memory), οὔτε μέμνημαι τὸ πρῆγμα οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων nor does any of these things carry me back to the knowledge of it, Hdt.6.86.β'; π. τίς με καὶ μνήμη Pl.La. 180e
;τοῦ πράγματος ἤδη -φέροντος αὐτὸν τῇ ὑπονοίᾳ Plu.2.522c
.8 turn round, make dizzy, turn mad,ἡ συκοφαντία π. σοφόν LXXEc.7.8(7)
:—[voice] Pass., to be turned giddy, -φερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμωμένων Plu.Caes.32
;ψυχὴ δυνάμει -φερομένη Id. Dio 11
;κακοῦ μεγέθει -φερόμενος J.AJ17.5.2
.II intr., survive, endure, hold out, Th.7.28, Thphr.HP9.12.1, J.AJ17.6.1: also c. acc., survive, outlast,ἡμέραν App.BC2.149
; τὰς εἰδούς ib. 153.III [voice] Pass., go round, rotate,ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ Pl.Prm. 138c
;πάντα -φερόμενα ὁρᾶν Ath. 4.156c
;ἐνιαυτοῦ -φερομένου Hdt.4.72
; ἐν ἴσῳ χρόνῳ π. Arist.Cael. 290a5; ; of argument,εἰς ταὐτὸ π. ἀεί Pl.Grg. 517c
, cf. Lg. 659d;εἰς τὰ πρότερα Id.R. 456b
.2 wander about, X.Cyn.3.5;λόγος.. ἀνοήτως π. ἐν συμποσίῳ Plu.2.716f
; to be unstable,ἡ περιφερομένη εἱμαρμένη Id.Aem.27
, cf. Galb.6; περιφερόμενοι τύπτουσι at random, Arist.Metaph. 985a14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφέρω
См. также в других словарях:
υπόνοια — η / ὑπόνοια, ΝΑ [ὑπονοῶ] 1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία 2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
υπόνοια — η 1. υποψία, υπόθεση, ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνο και όχι από αποδείξεις: Έχει την υπόνοια ότι ο υπάλληλός του τον κλέβει. 2. η βαθύτερη, η κρυφή σημασία των αλληγοριών και των μύθων. 3. αμφιβολία, αβεβαιότητα, δυσπιστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… … Dictionary of Greek
υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… … Dictionary of Greek
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
Κοντέ — (Condé). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που προήλθε από την ομώνυμη πόλη. 1. Ερρίκος Α’ (Henri I, 1552 – 1588). Ήταν γιος του Λουδοβίκου Α’ Κ. των Βουρβόνων (βλ. 3.). Σώθηκε από τη σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου (1572), συμμάχησε με … Dictionary of Greek
νεκροψία — Διαγνωστική έρευνα που γίνεται από ειδικευμένους γιατρούς σε νεκρό σώμα για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου, είτε για καθαρώς διαγνωστικούς σκοπούς είτε για ιατροδικαστικούς, όταν υπάρχει υπόνοια ότι ο θάνατος του ατόμου οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español